|
эмалировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эмалировать? — σμολτώνω как с (ново)греческого переводится слово σμολτώνω? — эмалировать — γαλακτίζω — γοτθικός — εξέβην — τζαβεττάρω — επινώτιον — βρεγματικός — παράβλημα — ψηφιοποιούμαι — σπειραματοσκλήρυνση — αθυμίαστος — χάλασα — πληγούρι — υποδηματοβιομήχανος — ισχυρογνωμοσύνη — μηναίο — καλλιγραφικός — αρτοβιομηχανία — γλωσσιάζω — αστυκτηνίατρος — κρυσταλλουργία — μεγαλειώδης |
|||