|
1) входной; 2) вступительный; ~ες εξετάσεις — вступительные экзамены #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово входной? — εισιτήριος как на (ново)греческом будет слово вступительный? — εισιτήριος как с (ново)греческого переводится слово εισιτήριος? — входной, вступительный — σαρδανάπαλος — κουτσογραμματισμένος — διογκώνομαι — φαταλιστής — κασσιτερούχος — ἐξεχασμένος — άτιτλος — πρωρατικός — νυκτοβασία — χώρηση — εύστοχος — γιγαντομαχία — σύνεγγυς — σκληρίζω — ευθηναίνω — γαγγραινικός — μπαγιάτικος — εξαγγελία — λογιστικός — δελέασμός — επίγεισον |
|||