Новогреческий словарь
αρχαιοπώλις
αρχαιοπώλις
(-ιδος) η
антиквар
(женщина)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
антиквар
? —
αρχαιοπώλις
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρχαιοπώλις
? — антиквар
#
(ново)греческий словарь
—
καρπολόγος
—
τριήρης
—
αδαμαντοποίκιλτος
—
αξαζούμενος
—
γνώθω
—
φτωχοδέρνω
—
αντιδιαδήλωση
—
αρχαιόφιλος
—
κατεργασμένος
—
ανεπίληπτος
—
όροβος
—
αγροληπτικός
—
ωκεανογράφος
—
αγριοκόκκορας
—
απαγγελία
—
παροικιακός
—
καφεδάκος
—
ψύλλιασμα
—
ενόψει
—
άπατρις
—
βοϊδήσιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве