|
(-ιδος) η антиквар (женщина) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово антиквар? — αρχαιοπώλις как с (ново)греческого переводится слово αρχαιοπώλις? — антиквар — αθεάτριστος — μουστερίδισσα — ψυχιστής — ρητορική — αφθονώ — φλεβοτομία — ριγανάτο — πλινθοκεραμοποείο — πέρπερος — μούρη — νεροκάνατο — παραλογώ — χιούτη — φωνόμετρο — ενίσταμαι — ακατάβλητο — υπερλυπούμαι — νειρεύομαι — νά — χασομέρι — αρματώνω |
|||