αρχαιοπώλις

формы словаβ
αρχαιοπώλις
(-ιδος) η антиквар (женщина)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово антиквар? — αρχαιοπώλις
как с (ново)греческого переводится слово αρχαιοπώλις? — антиквар


αθεάτριστοςμουστερίδισσαψυχιστήςρητορικήαφθονώφλεβοτομίαριγανάτοπλινθοκεραμοποείοπέρπεροςμούρηνεροκάνατοπαραλογώχιούτηφωνόμετροενίσταμαιακατάβλητουπερλυπούμαινειρεύομαινάχασομέριαρματώνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit