Новогреческий словарь
στρατηγός
στρατηγός
ο 1)
генерал
;
~ απόστρατος или ~ εν αποστρατεία — генерал в отставке, отставной генерал
;
2) ист.
стратег
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
генерал
? —
στρατηγός
как на
(ново)греческом
будет слово
стратег
? —
στρατηγός
как с
(ново)греческого
переводится слово
στρατηγός
? — генерал, стратег
#
(ново)греческий словарь
—
ηττώμαι
—
τάγγη
—
αφρόψαρο
—
ραϊσματιά
—
διπλοεγγεγραμμένος
—
αποτίναγμα
—
κρημνός
—
έφοδος
—
Αρβανίτισσα
—
γλυκομουρμουρίζω
—
αποτελειωμένος
—
πριονιστήριο
—
υποκείμενος
—
στεγοποιός
—
ανδροπληθής
—
λεμφογραφία
—
αναγκάζω
—
οκτάγωνο
—
σκαλάθυρμα
—
φαγί
—
επιχύνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве