|
(αόρ. (ε)πατινάρισα ) кататься на коньках #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кататься на коньках? — πατννάρω как с (ново)греческого переводится слово πατννάρω? — кататься на коньках — ευκολόσβηστος — γενναιόδωρος — πίσον — οδηγούμαι — σκωπτικότητα — μπεκρηλίκι — ενδόπλασμα — συζητω — ανερρούφα — βλαστογένεση — συναλοιφή — πυροβολοστοιχία — δυστυχάω — λασπόχτιστος — αποκοιμιστικά — αποχρωμάτιση — διάσταση — πανικοβάλλω — ψευδεπιστήμονας — ρολόγϊ — υπέρμαχος |
|||