Новогреческий словарь
διαμετακομιστικός
διαμετακομιστικός
транзитный
;
===
~ό εμπόριο — накопление транзитных товаров
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
транзитный
? —
διαμετακομιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαμετακομιστικός
? — транзитный
#
(ново)греческий словарь
—
συντεχνία
—
αμπροστινός
—
ξανανιωμένος
—
καταμοσχεύω
—
ευχώνευτος
—
αντιθεατρικός
—
χρυσόχλωρος
—
γαϊδουροφόρτι
—
λοκάντα
—
αναπετάρισμα
—
εμπορευματογνωσία
—
αποσαρίδι
—
κλιμάκωση
—
χυδαιολογώ
—
περιβολάρης
—
μονόπλευρα
—
απόβρασμα
—
συριγμός
—
τσατμάς
—
προδότης
—
καπνοσακούλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве