|
το оленёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оленёнок? — αλαφάκι как с (ново)греческого переводится слово αλαφάκι? — оленёнок — βωλοκόπημα — ἡττάομαι — αμοιβαδίαση — τριτημόριο — κλειδοκράτης — διχογνωμώ — σιδηρόφραχτος — αντικατηγορώ — ηλεκτροτεχνικός — συγκατάταξη — ανοσφρησία — αποκομιδή — ηλέκτριση — αδιπλάριστος — Κωνσταντινούπολη — λιγοψυχώ — αυτάρκης — τσεύδισμα — καυσαέριο — αυτεπάγγελτα — κακοπορεομαι |
|||