|
подпорченный (о мясе, рыбе); === ~ο μυαλό — тронувшийся, свихнувшийся, чокнутый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подпорченный? — πειραγμένος как с (ново)греческого переводится слово πειραγμένος? — подпорченный — ζέρδελο — αντροχωρίστρα — αστροποίκιλτος — προξενειά — καβατζάρω — σπετσαρία — αξαρόλητος — τακτικότητα — μαστίτιδα — οργανογενετικός — ιαμβικός — μεσουρανίς — αδολεσχώ — φωτοταχύμετρο — παράνομος — νεοσύλλεκτος — αγγείον — λοιδορώ — βακτηριοκτόνος — μαινάδα — χαρτοπαίκτις |
|||