Новогреческий словарь
αγιογραφία
αγιογραφία
η 1)
иконопись
;
2)
икона
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
иконопись
? —
αγιογραφία
как на
(ново)греческом
будет слово
икона
? —
αγιογραφία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγιογραφία
? — иконопись, икона
#
(ново)греческий словарь
—
ταχταρίζω
—
καμπυλώνω
—
οινοπνευματίασις
—
βουλωτηρον
—
ζέγουνας
—
τραπεζοκόμος
—
τουαλετταρίζομαι
—
τσαμπούκ
—
αποστέγαση
—
χαλκόύργίική
—
βολτούλα
—
κοιλότητα
—
πετρελαιοφόρο
—
νοόμετρο
—
κοντράλτο
—
διαλλακτικότητα
—
φακιδιάρα
—
ελευθεριάζων
—
κολαστής
—
πλανητικός
—
υπόταξη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве