Новогреческий словарь
επιλάμπω
επιλάμπω
(αόρ. επέλαμψα) уст.
сиять, блистать
;
θά ~ψουν ευτυχέστεραι ημέραι επί τής Ελλάδος — [phrase]придут и для Греции лучшие времена[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сиять
? —
επιλάμπω
как на
(ново)греческом
будет слово
блистать
? —
επιλάμπω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιλάμπω
? — сиять, блистать
#
(ново)греческий словарь
—
βαλλισμός
—
απρόθετος
—
κατράμωμα
—
λεμφαδενίτις
—
ευζωία
—
δείκτης
—
αναπόδραστα
—
ιδεοληψία
—
δημοκρατικότητα
—
διαταράσσω
—
δεσποτικό
—
μοιρόγραφτο
—
ξεραγκιάς
—
δρομίτικος
—
εύσειστος
—
καταπονάω
—
παστρικοχέρης
—
παροικώ
—
παραπούλι
—
γεννητάτο
—
στεατοκήλη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве