|
η уст. высокопарность, напыщенность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высокопарность? — μεγαλορρημοσύνη как на (ново)греческом будет слово напыщенность? — μεγαλορρημοσύνη как с (ново)греческого переводится слово μεγαλορρημοσύνη? — высокопарность, напыщенность — πελαγοδρομία — συγγενικός — περιθύρωμα — λουλάς — θρυλικός — εμπορορραφείον — δικολόγος — επιμολυβδώνω — νομοθετώ — ισκιάζω — ανοικονόμητος — πρόξενος — διάξηρος — σκιαγραφώ — μηδενισμός — ποτοποιός — σούφρας — κολλυβισμός — ηλεκτρολόγος — παρηχητικός — απόφθεγμα |
|||