|
το маслобойня; маслозавод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маслобойня? — βουτυροποιείον как на (ново)греческом будет слово маслозавод? — βουτυροποιείον как с (ново)греческого переводится слово βουτυροποιείον? — маслобойня, маслозавод — μονόφθαλμος — αυτογένεια — βούσυκο — πλαστοπροσωπώ — πηδητικός — μικρέμπορος — άχρειος — σκότισμα — εφαπλωματοποιός — εφταήμερος — προαιρούμαι — ρύση — ζωάνθρωπος — απροσποίητος — ενδυνάμωμα — άτσαλα — εμπλέκω — ανασκέλιασμα — ψαροκόκκαλο — άστρεγος — απηρχαιωμένος |
|||