|
рассказывать; повествовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рассказывать? — δηγόμαι как на (ново)греческом будет слово повествовать? — δηγόμαι как с (ново)греческого переводится слово δηγόμαι? — рассказывать, повествовать — αλυτάρωτος — έγερση — λιγυρός — αισθησιορχικός — στερεοτυπία — αφάνταχτος — αντιβασιλικά — μελιτζάνα — βουδδίστρια — φυλλαράκι — αγαποβότανο — αιθυλαιθήρας — χθεσινοβραδινός — κλιμακτηρικός — βραχύπους — βαρετός — πρόκα — αναδημιουργικά — δοντόπονος — οδοιπορικό — γαστρολογία |
|||