Новогреческий словарь
ισόχωρος
ισόχωρ|ος
физ., хим.
изохорический
;
~ μεταβολή — изохорический процесс
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изохорический
? —
ισόχωρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ισόχωρος
? — изохорический
#
(ново)греческий словарь
—
λεπτάκι
—
άρατ' αθέματα
—
αυτοσχεδιαστής
—
αφορολόγητος
—
μπατίστα
—
αυτόφωρος
—
ενηλικιούμαι
—
πλασάρισμα
—
εκλεπτοσμένος
—
οιναποθήκη
—
προξενεύω
—
σαραντίζω
—
διαδοκίς
—
βιταμινικός
—
ναυτιλλόμενος
—
ποζιτιβιστής
—
κιθαρίστας
—
γλιστεράδα
—
μυστικοσύμβουλος
—
κατήχηση
—
εξαιρούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве