|
το муз. крещендо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крещендо? — κρετσέντο как с (ново)греческого переводится слово κρετσέντο? — крещендо — αποπληξία — φαρμακοδυναμικά — βοτανικός — άγημα — γκρό — εναγόμενη — αμφίβολος — μυκτηριστής — γλωσσολύτης — σταλίζω — κυτταρώδης — κουντρίζω — εμπειρογνώμων — μετανεωτερικότητα — κουράνης — τιτλοφορώ — ξενύχτισσα — αιματόμετρο — υφαντής — ένζυμον — αυτονομικός |
|||