|
быть чванным, важничать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξιπάζω? — — επισκευή — λευκισμός — μεταφωσφορικός — πρίνος — παρακουράζομαι — βοϊδινός — — μονομελής — μύαξ — αμφιδετώ — έφαλσις — αξουρισία — σιγκούνι — ημέρωση — βαλτονερουλιάζω — αυτοτιτλοφορούμαι — σπιτονοικοκύρά — ειδέχθεια — ισοπέδωμα — αραποφάσουλα — αβασταγή |
|||