|
το горошек; горошина; φρέοτκα ~α — зелёный горошек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горошек? — μπιζέλι как на (ново)греческом будет слово горошина? — μπιζέλι как с (ново)греческого переводится слово μπιζέλι? — горошек, горошина — αδιαγούμιστος — αντιπολιτικός — γλυκερινικός — επτάχρους — πετυχημένα — Μελισσάνθη — βιζαβί — μπουμπούκα — δουλοπρέπεια — δράστις — στάθμηση — αντίον — εφετινός — μαγμόσφαιρα — οδηγούμαι — επισυνημμένως — αναχωρητικός — ακατανέμητος — κουβερτούρα — φαλάκρωμα — τηλεγραφία |
|||