|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπερεπάρκεια? — — αδράχτι — επιτυχημένα — υποδιδάσκαλος — ανεξάλειφτος — εξευτελίζομαι — λιπαντήρας — άρρηχτος — μελικοκκιά — περίφόβος — αρέσκω — σοκολατόπαιδο — τροπόσφαιρα — προσανατολισμός — επιβλητικός — ξενοκοιτάζω — φοινικώνας — αντώνυμος — βοτανιάζω — κρασόλασπη — διαρράπτω — αυτοδυσφημισμός |
|||