Новогреческий словарь
νύξ
νύξ
(γεν. νυκτός) η
ночь
;
εν καιρώ νυκτός или διά νυκτός — ночью
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ночь
? —
νύξ
как с
(ново)греческого
переводится слово
νύξ
? — ночь
#
(ново)греческий словарь
—
συμφωνικός
—
πρωτοφανής
—
παρακάλεσμα
—
φλογοβόλο
—
γύναιο
—
κρεατομηχανή
—
αρχαϊσμός
—
αρνοκάτσικα
—
σπαρταράω
—
ξεμαυλίστρα
—
εγωϊστής
—
νερόπιασμα
—
Μογγολία
—
νέο
—
εξέλεγχος
—
διαφορητικός
—
ασβεστόγαλα
—
αποτελειωμός
—
αντιπροσκαλώ
—
αλμυρούτσικος
—
συμπαράταξη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве