|
(-έως) ο тех. 1) хомутик; 2) собачка (храповика) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хомутик? — κατοχέας как на (ново)греческом будет слово собачка? — κατοχέας как с (ново)греческого переводится слово κατοχέας? — хомутик, собачка — εξαργορώσιμος — άκερκος — εκπτόσσω — καγκουρό — παροιμιώδης — περιπλέω — αρρύθμιστος — στρέξιμο — στυπόχαρτο — επτάκις — υπανδρεύομαι — βαλιτσάρα — τουλουμιάζω — ανεπαχθής — φλερτάρω — εμφράκτης — εξασθενημένος — γλοιβό — τάγγιση — μπατίκια — ιλαροτραγωδία |
|||