|
беспечный, беззаботный; μέ ~ο υφος — с независимым видом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беспечный? — αμέριμνος как на (ново)греческом будет слово беззаботный? — αμέριμνος как с (ново)греческого переводится слово αμέριμνος? — беспечный, беззаботный — Δημήτριος — πατριδογνωσία — εμπεταστής — κωλοεφημερίδα — απάνω — ιχνογραφώ — πηδαλιούχηση — λοξοδρομικός — εγωλατρεία — γαμψώνυχος — στυγνά — συντετριμμένος — ανεγνώριγος — πατρόν — ξεζώνομαι — ιδιοτέλεια — αλλαντίοση — ανθράκευση — γιαλούσης — αναχασκώ — σημαδεμένος |
|||