|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ερειπωμένος? — — αμαξιάτικα — αντίδοτο — ακυρωτικός — θεοφύλακτος — αλλήλους — ξερόψωμο — σταφνοκάκι — άτοπο — απηλπισμένος — αιμολυτικός — δυστοκία — ταυτολογία — Αύγουστος — μελιτζανύς — αιτιοκρατία — ρυπαρογραφία — γκαρύζω — χτυποκάρδισμα — ασπρορρουχού — κατάκαυση — αμακρος |
|||