|
(-έως) ο пекарь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пекарь? — κλιβανεύς как с (ново)греческого переводится слово κλιβανεύς? — пекарь — αγκαλιαστός — σπιθαμιαίος — παρανομα — δείλινίζω — παρατηρητής — ψιλοκαμωμένος — κύρ — δευτερώνω — κηλίμι — ζυμομυκητίαση — μονοχρώματος — ημιαυτοματικός — αυτουργός — αυθαίρετα — διασκελίζω — φαινομενολογία — αρβαλάω — αργοζυγιάζω — χοιρομήριον — διατάσσω — ανθυπνωτικός |
|||