|
η гарь; запах гари #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гарь? — τσίκνα как на (ново)греческом будет слово запах гари? — τσίκνα как с (ново)греческого переводится слово τσίκνα? — гарь, запах гари — απομυζώ — γιανίτσαρος — υποδηματοεπνδιορθωτής — γαλάνι — υλιστής — ίσκα — αγουρογίνομαι — στομίς — διεξοδικός — γυμναστήριο — αναρρόφημα — κατά — λαβαίνω — προστατίτιδα — διασωθείς — χουζούρης — δεκαεφτά — ακρόρριζος — αυτοδύναμο — ίκαρος — αισχροδικείο |
|||