|
ο гладильщик, гладильщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гладильщик? — σιδερωτής как на (ново)греческом будет слово гладильщица? — σιδερωτής как с (ново)греческого переводится слово σιδερωτής? — гладильщик, гладильщица — δημοπρατώ — ημιτελικός — διχρωμικός — αυταρχία — σορός — κλεπτομανία — θυμιατήριο — αναδεκτή — Ισπανία — ιχθυέλαιο — ζωοπαθολογία — αραθυμώνω — κακκαδιάζω — αντιλάλημα — φαβορί — θεουργία — αβράδιαστος — λαδερό — κλειδοκυμβαλιστής — ασαράντιστος — εφευρέτης |
|||