|
родосский, с Родоса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родосский? — ροδιακός как на (ново)греческом будет слово с Родоса? — ροδιακός как с (ново)греческого переводится слово ροδιακός? — родосский, с Родоса — αναμετρώ — κρυώνω — ζήτημα — ανερυθρίαστος — λαθροϋλοτομία — ψηφιδογράφος — φαίνω — θειαφιστήρι — περιτονίτιδα — κοινότοπος — γογγύλι — ελεώ — ψούνισμα — γλίστρα — σε — γαληνιαίος — διαβητικός — δούλη — πετράς — χαχανητό — αρχύτερος |
|||