|
ο 1) ось мотовила; 2) анемограф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ось мотовила? — ανεμοστάτης как на (ново)греческом будет слово анемограф? — ανεμοστάτης как с (ново)греческого переводится слово ανεμοστάτης? — ось мотовила, анемограф — πλοηγία — εικονοκλάστης — αλληλοσφάζομαι — πόρτο — πεντάμετρος — εισάγομαι — κορδελλάς — γεροκολασμένος — προσχηματίζω — ζύγια — χρυσόχωμα — ξεζούμισμα — μπαγλαρώνω — αρκουδάνθρωπος — χόρεμα — κεντησιά — πολύπλευρο — διδακτορία — επερχόμενον — χορδοτόνος — τρίτη |
|||