Новогреческий словарь
γεροντοκρατία
γεροντοκρατία
η
геронтократия
(власть старейших в государстве)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
геронтократия
? —
γεροντοκρατία
как с
(ново)греческого
переводится слово
γεροντοκρατία
? — геронтократия
#
(ново)греческий словарь
—
επιχορηγία
—
κοσκίνισμα
—
καλοριζικεύω
—
εκλογέας
—
παρέμβλημα
—
αλκαλιώ
—
εντρέπομαι
—
υψηλοτάτη
—
συναρπαστικά
—
αποβολιμαίος
—
ψυχαναλύτρια
—
ναυκληρικός
—
παιχνιδιάρης
—
παλαμικός
—
ραβδωτός
—
πλαστοπροσωπώ
—
αργολογώ
—
σθεναρότητα
—
σημαιοστολισμένος
—
αυτοκυβερνώμενος
—
συνομιλητής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве