|
уст. проходить, проникать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проходить? — διαχωρω как на (ново)греческом будет слово проникать? — διαχωρω как с (ново)греческого переводится слово διαχωρω? — проходить, проникать — αρβυλάς — επιστατώ — αδιοχέτεοτος — αυτομαστιγώνομαι — κυψέλη — πετρώδης — αναισχυντώ — κολνάω — διάμηκες — σωροτομελανίας — βογγηχτό — αναφωτίδα — ομιλουμένη — κτηνοτροφικός — γαιανθρακοφορτίον — θένορ — διαδήλωση — λιγουδιάρης — χολοποιητικός — υπίλαρχος — σελλοποιείον |
|||