|
ο мин. морганит, воробьит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морганит? — μοργανίτης как на (ново)греческом будет слово воробьит? — μοργανίτης как с (ново)греческого переводится слово μοργανίτης? — морганит, воробьит — θέμελο — αντικανονιστικός — λισγάρι — στάνη — σφυγμομέτρηση — ντροπερός — μεταφορά — καλοφκιαγμένος — αεριοστεγής — μεσσιανισμός — χρεώστης — εφηλίς — ωχρότητα — καταμετρητικός — μπουκιά — κερασιά — χασμώμαι — ειδοποίηση — διάβρεξη — συλλαβιστά — οστεολογία |
|||