|
1. по-немецки; 2. (τά) немецкий язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово по-немецки? — γερμανικά как на (ново)греческом будет слово немецкий язык? — γερμανικά как с (ново)греческого переводится слово γερμανικά? — по-немецки, немецкий язык — ησυχαστικός — κακοσμία — αγιαστήρι — διατρητικός — ευμορφοκαμωμένος — αγνεία — πιτσιλιά — καβαλητός — μπαλλότο — αιγοτροφία — κατάδειξη — ψαρώνω — λαφυραγώγηση — οιακοστρόφος — υδραυλικός — πτηνό — μαλλάκι — λιθογράφημα — άστιφτος — διχοτόμος — εξοικονομώ |
|||