|
η корма (судна); ανακρούω ~ν — а) уходить в противоположном направлении; б) идти на попятный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корма? — πρύμνη как с (ново)греческого переводится слово πρύμνη? — корма — μυξιάρης — τεχνολογία — οδοντοκοίλωμα — δενδροβάτις — ους — μικροβιολογικός — αναμφισβήτητος — ειρωνικώς — αυτοκατακρίνομαι — ηλεκτραγγέλτης — φευγάτος — απόσταγμα — αμάχητα — εξαγόρασμα — στραβός — ελαιόκαρπος — ακατάχτητος — τσιρίσι — ενωτικός — υδρορροή — ευσπλαχνικός |
|||