|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βλεννορραγία? — — ραπτεργάτρια — διαπλεκόμενος — αναγνωστήριο — λιθάνθρακας — χρωστικός — πεζότητα — εκκαίω — λουκουματζής — συγγενολόι — σωβινισμός — ναρκαλιευτικό — θεριακώνω — αίτιο — αρνιέμαι — έκθετος — κρητικός — δομισμός — χαστουκιά — ηγούμενος — εκτελωνιστής — αρρενοφθόρος |
|||