|
το выкуп; πληρώνω (τά) ~ — выкупать, платить выкуп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выкуп? — λύτρο как с (ново)греческого переводится слово λύτρο? — выкуп — χημικοθεραπεία — προσωπικώς — κουτσονούρικος — φαντάζομαι — βιβλιεμπόριο — μινθέλαιον — κλεισώρεια — μπριγιάντι — επτακοσιετηρίδα — άρρατ' αθέματα — άπυρος — ιατρείο — χρονικός — αλληλεθνής — τιμωρητικός — ανάθλιψη — συναφής — άμεμπτος — ρυπαρός — δαιμονολόγος — ενδόκριμα |
|||