|
ο иконоборец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иконоборец? — εικονοκαύστης как с (ново)греческого переводится слово εικονοκαύστης? — иконоборец — εξαναγκασμένος — θησαυρίζω — κλωσσοπούλι — δίμηνος — σοϊλής — ψηλοκρεμαστά — ανθοδοχείο — ροκέ — παπαρδέλας — γεννημένος — διατετιμημένος — αδελφοσύνη — ανάφτω — εξέδραμον — ανεκποίητος — ερωτισμός — πυργώνω — μεταξοκλωστή — ατουφέκιστος — γαληνεύω — ευκοίλιος |
|||