|
неизменённый; неизменный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неизменённый? — άτρεπτος как на (ново)греческом будет слово неизменный? — άτρεπτος как с (ново)греческого переводится слово άτρεπτος? — неизменённый, неизменный — οβελιαίος — καλαθούνα — ελαχιστοποίηση — αφηνιάζω — επιδρώ — συνωδία — αγγελοζωγράφιστος — καταδικασμένος — πρωταρχίζω — σταλαγματιά — σαφώς — εκτελεστήριος — συγχύζω — διαμαρτυρώ — δαμαστικός — δραγατσά — ανασκαφή — κοιμιστικός — προσάρτημα — επιστήθιο — ετερόφθαλμος |
|||