|
η прям., перен. увенчивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увенчивание? — επίστεψη как с (ново)греческого переводится слово επίστεψη? — увенчивание — αιματουρία — αργύρωση — υποκειμενικός — Κρεμλίνο — μπιζελόσουπα — εμφυτεύω — γιρούσι — ψειρής — δίνω — άφθαι — κοντραμπατζής — αιφνίδια — χωρητικότητα — αφοπλισμός — συνειδητοποιώ — αγριοκοίταγμα — νομογραφία — καλοκοιτάω — κατασβεννύω — μπορντελλόβιος — νεφρόλιθος |
|||