|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κυπαρισσέλαιο? — — κατάδρομος — εμψυχωμένος — αλγερίνη — δυσαρέστηση — αποδένδρωση — διέφυγαν — μεσημβρινοανατολικός — ξώφυλλο — ασυνοίκιστος — πρωτοπρεσβύτερος — αμφίσφαιρο — δοθιήνωση — στεγάσιμος — μυρουδιά — θαλασσαετός — αλεξικέραονο — ξελαχανιάζω — σουβλακερί — αόρατος — νευρά — φαβεντιανός |
|||