|
дрожащий (от страха, холода и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дрожащий? — τρεμουλιάρικο как с (ново)греческого переводится слово τρεμουλιάρικο? — дрожащий — διαφέρομαι — νομισματολογία — αιμοπορφυρίνη — ορογάνος — κόμπιασμα — νοησιαρχικός — εκχομος — αφρούρητος — ανεπιβούλευτος — Αυγουστίνος — ευγένεια — γελωτοποιώ — μονομέρεια — αχρειόλογο — επάργυρος — δώρισμα — πιεστικός — πτώχεια — παρατηρητής — αντιλαμπή — ερυσίπελας |
|||