Новогреческий словарь
λιλλιπούτειος
λιλλιπούτει|ος
1.
лилипутский
;
2. (о)
лилипут
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лилипутский
? —
λιλλιπούτειος
как на
(ново)греческом
будет слово
лилипут
? —
λιλλιπούτειος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιλλιπούτειος
? — лилипутский, лилипут
#
(ново)греческий словарь
—
άβλεπτος
—
κρυερός
—
μισοκοίλι
—
πιθανολόγημα
—
αρραβώνιασμα
—
εκκάθιση
—
ξορκισμός
—
βροχόπτωση
—
ξέθαμμα
—
συρρικνώ
—
θρούβαλο
—
ξόανο
—
καλλιτεχνικός
—
ολιγώτερος
—
προστατευτικό
—
στυφούτσικα
—
βούλευμα
—
ακταίωρος
—
βοϊδόγλωσσο
—
αναγορευμένος
—
απομονωτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,