ουρανός

формы словаβ
ουρανός
ο небо;
          αίθριος ~ — чистое, безоблачное нёбо;
          έναστρος ~ — звёздное небо;
          ως τόν ~ό — до неба;

===
          βρίσκομαι στόν έβδομο ~ό — находиться на седьмом небе;
          έπεσε απ' τόν ~ό — [phrase](будто) с неба свалился[/phrase];
          καθάριος (или καθαρός) ~ αστραπές δέ φοβάται — посл. [phrase]у кого совесть чиста, тому нечего бояться[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово небо? — ουρανός
как с (ново)греческого переводится слово ουρανός? — небо


αδασμολόγητοςανοπλώρισμαθηρεύτριαευστροφίαφτεροδέρνομαιγωνίδιτριγυρινόςχαμομήλιολιγοέξοδοςαδιαφάνειαπαράσημοΛύντςξυσιματιάσυγγενάδιποιητήςχειρότεροπαινεύομαιρούμποςομοιοτέλευτοςιερότηταεκφύλλιση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit