|
ο небо; αίθριος ~ — чистое, безоблачное нёбо; έναστρος ~ — звёздное небо; ως τόν ~ό — до неба; === βρίσκομαι στόν έβδομο ~ό — находиться на седьмом небе; έπεσε απ' τόν ~ό — [phrase](будто) с неба свалился[/phrase]; καθάριος (или καθαρός) ~ αστραπές δέ φοβάται — посл. [phrase]у кого совесть чиста, тому нечего бояться[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово небо? — ουρανός как с (ново)греческого переводится слово ουρανός? — небо — αδασμολόγητος — ανοπλώρισμα — θηρεύτρια — ευστροφία — φτεροδέρνομαι — γωνίδι — τριγυρινός — χαμομήλι — ολιγοέξοδος — αδιαφάνεια — παράσημο — Λύντς — ξυσιματιά — συγγενάδι — ποιητής — χειρότερο — παινεύομαι — ρούμπος — ομοιοτέλευτος — ιερότητα — εκφύλλιση |
|||