|
уст. погружать, окунать; ~ τάς χείράς μου εις τό αίμα — обагрить руки кровью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово погружать? — εμβάπτω как на (ново)греческом будет слово окунать? — εμβάπτω как с (ново)греческого переводится слово εμβάπτω? — погружать, окунать — βάφτισμα — εξαγοράσιμος — αρχηγεύω — ωμοθεραπεία — τεχνουργικός — διαλύτης — γενεαλογώ — πολυμορφικά — επιστατώ — εκφορητικός — αναζυμώνω — θερμαίνω — στουμπίζω — δέρνω — αιμωδίασμα — επιστήριξη — τελευτή — βολιδοσκοπώ — διάπλεγμα — σύγγραμμα — δοξαρίζω |
|||