|
το док #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово док? — ντόκ как с (ново)греческого переводится слово ντόκ? — док — αλεξικέραονο — ακυτταρικός — νωρίς — κομιτατζής — επενδυτικός — καμηλήσιος — κοσμητική — κατακοκκινίζω — βιοφωταύγεια — αθλοπαιδιά — ξέσις — ζωοτρόφος — αντίστροφα — οντογονία — βραχιόνιος — κομματιάζω — φορτίο — χαραμοφάγισσα — κοκκινιστός — γκαλλιούρης — πολύφωνος |
|||