Новогреческий словарь
καλλίφωνος
καλλίφων|ος
обладающий хорошим голосом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обладающий хорошим голосом
? —
καλλίφωνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλλίφωνος
? — обладающий хорошим голосом
#
(ново)греческий словарь
—
παλικαρισμός
—
σκηνοθεσία
—
ισάδα
—
γκαφαδόρος
—
χυτά
—
τηλεφωνητής
—
μπετονιέρα
—
γαστραντλία
—
παραλογάω
—
φτέρη
—
αποθησαυριστέος
—
στυπώνω
—
αλογοτόμαρο
—
ιοβόλος
—
ορκωμοσία
—
ηλεκτρομηχανή
—
εκλεπτυσμένος
—
ελαιοδεψία
—
επικύρωση
—
γυναικωνίτης
—
μαγνήτισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве