|
неоскорблённый, необруганный; δέν αφηκε άνθρωπο ~ο — он всех оскорбил #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неоскорблённый? — ακαθύβριστος как на (ново)греческом будет слово необруганный? — ακαθύβριστος как с (ново)греческого переводится слово ακαθύβριστος? — неоскорблённый, необруганный — ξεχαρβάλωμα — αντίποινο — δαμετζάνα — παραγιός — πτηνοτροφικός — συρραφή — αυλάκι — σποριάς — αντρείος — ρεμπέλιασμα — προκάτοχος — αντενοκατάρτι — παραγνωρίζω — μαρμαρωτός — απόβαλμα — λογοκρισία — — μουγκαλίζομαι — εξαδικός — έλκηθρο — απαιτητέος |
|||