|
штопать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штопать? — καρικώνω как с (ново)греческого переводится слово καρικώνω? — штопать — καθαγιάζω — στατέρι — προώλης — εγγλεζομαθημένος — απανταχού — λεξιλογικός — καταιγιδοφόρος — σλαυικός — πάρεργο — μύτιλος — κακκάρισμα — Καναδή — ονομαστικά — φαγωμάρα — φυλλομετρώ — κιμονό — γυψωρυχείο — καληνυχτίζομαι — αλατζάς — αφούσκωτος — ερωτώ |
|||