|
крепнуть, мужать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крепнуть? — κορμιάζω как на (ново)греческом будет слово мужать? — κορμιάζω как с (ново)греческого переводится слово κορμιάζω? — крепнуть, мужать — ένθεμα — εκφύλλισμός — πιστακόχρους — χόρτος — βάλλομαι — κλαψιάρα — λεκανοπέδιο — γρυπώνω — γκαβίζω — σχοινοβατικός — αλαλομάρα — εκπολιτιστικός — ψιλικατζού — γραφέας — γραφοτεχνία — αρραβωνιαστικιά — απαλλοτρίωση — ανάδεση — τερέβινθος — σπονδυλωτά — οχλαγωγικός |
|||