|
η мастика, смола #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мастика? — μαστιχη как на (ново)греческом будет слово смола? — μαστιχη как с (ново)греческого переводится слово μαστιχη? — мастика, смола — αχυλία — αυτοβαφής — αντάξια — αναφαντός — φιλοτομαριστής — ασύχηστος — άρπαγας — πυριόβολος — σαράφικος — παρενοχλούμαι — αποτριχώνω — βενζιναντλία — ακαπέλλωτος — γαριδοπίλαφο — απολειτουργώ — ισοζυγιάζω — δοκιμάζομαι — αγριοκοίταγμα — χειμωνιάτικος — καρπιαίος — αρθρόποδα |
|||