|
το оленёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оленёнок? — ελαφόπουλο как с (ново)греческого переводится слово ελαφόπουλο? — оленёнок — ειρμός — κοινωφελής — θεόμουρλος — γκαρύζω — προετοιμασία — μαρμαρώνω — θρύον — ακριδόπληκτος — χερσοτόπι — ιχθυοκαλλιέργεια — σέβασμα — δυσκολόπιστος — τετράπλευρος — πλακόστρωμα — σκυλοτρώγομαι — πρόποδες — αχαμνίζω — γραφιστική — σκολιός — αεροβατώ — αυτοδικαίως |
|||