|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αντρίκειος? — — διαπραγματευτικός — αντιδημοηκότητα — πασσαλωμένος — κολοσσός — δαυλίτης — βρωμόγλωσσα — παλίρροια — σγουρομάλλης — αηδιαστικός — ψηλαφιστά — χαμαλήτικος — σιαλόρροια — δαγγειόπληκτος — μαίανδρος — κωφάλαλος — επταφωνία — αποτσιπώνομαι — φουτουριστικός — νεοελληνιστί — σεμνοτυφία — αντίστοιχο |
|||