αντρίκειος

формы словаβ
αντρίκειος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αντρίκειος? —


διαπραγματευτικόςαντιδημοηκότηταπασσαλωμένοςκολοσσόςδαυλίτηςβρωμόγλωσσαπαλίρροιασγουρομάλληςαηδιαστικόςψηλαφιστάχαμαλήτικοςσιαλόρροιαδαγγειόπληκτοςμαίανδροςκωφάλαλοςεπταφωνίααποτσιπώνομαιφουτουριστικόςνεοελληνιστίσεμνοτυφίααντίστοιχο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit